- εκτράχυνση
- η1. η μεταβολή της ομαλότητας σε τραχύτητα, το σκλήρεμα.2. μτφ., όξυνση, ένταση, χειροτέρευση: Η εκτράχυνση των σχέσεων των δύο κρατών ίσως οδηγήσει σε πόλεμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.